облицовывать - ορισμός. Τι είναι το облицовывать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι облицовывать - ορισμός


облицовывать      
ОБЛИЦ'ОВЫВАТЬ, облицовываю, облицовываешь (спец.). ·несовер. к облицевать
.
облицовывать      
несов. перех.
Покрывать какое-л. сооружение внешним слоем другого материала (каменного, деревянного, металлического и т.п.).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για облицовывать
1. Сейчас эти самые щитовые дачные домики модно облицовывать сайдингом.
2. - Беседуя с нами, Вячеслав Николаевич не перестает облицовывать керамической плиткой фасад своего дома.
3. Даже облицовывать ее не будем и штукатурить - вычистим и оставим подлинной стеной XVII века.
4. А те, что были построены и остались, начали переделывать, облицовывать заново.
5. Первые и последние ступени нужно облицовывать материалом разной цветовой гаммы, это позволит нам, слабовидящим, ориентироваться.
Τι είναι облицовывать - ορισμός